κολαντρίζω

κολαντρίζω
και κουλαντρίζω
1. καταφέρνω με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσω τις βιοτικές ανάγκες («κολαντρίζει την πενταμελή οικογένειά του, ενώ δεν έχει μόνιμη δουλειά»)
2. (για δυσχερείς περιστάσεις) χειρίζομαι επιδέξια, διευθετώ επιτήδεια («τά κολάντρισε καλά και συμβιβάστηκε με τους δανειστές του»)
3. περιποιούμαι στοργικά
2. (με αισχρή σημ., για άνδρα) έχω αθέμιτες σχέσεις με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. kulandim τoύ τουρκ. ρ. kullanmak].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”